Ο λοιμός της αρχαίας Αθήνας και η πανδημία του κορωνοϊού

         Στις αρχές του καλοκαιριού του 430 π.χ. , στο δεύτερο δηλαδή έτος του πελοποννησιακού πολέμου , οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους , υπό την αρχηγία του βασιλιά των Λακεδαιμονίων Αρχιδάμου , εισέβαλαν στην Αττική και άρχισαν να ερημώνουν τη γη. Μετά από λίγες ημέρες παρουσιάστηκε στην Αθήνα ο λοιμός , ο οποίος προηγουμένως είχε εμφανιστεί στη Λήμνο και σε άλλα μέρη. Κατά τον ιστορικό Θουκυδίδη , η νόσος ξεκίνησε από την Αιθιοπία , έπειτα κτύπησε την Αίγυπτο και τη Λιβύη και επεκτάθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της περσικής αυτοκρατορίας. Η νόσος προσέβαλε στην αρχή το Πειραιά μετά όμως έφθασε στην Αθήνα. Υπάρχουν πολλές ομοιότητες ανάμεσα στο λοιμό και στη πανδημία του κορωνοϊού. Οι Αθηναίοι πίστευαν ότι οι Πελοποννήσιοι είχαν ρίξει δηλητήριο στα πηγάδια του Πειραιά γιατί εκεί δεν υπήρχαν ακόμη κρήνες. Τέτοιου είδους συνωμοσιολογίες , που σχετίζονται με τη πανδημία του κορωνοϊού , υπάρχουν και σήμερα. Σύμφωνα λοιπόν με μία τέτοια θεωρία συνωμοσίας , ο ιός είναι ένα κατασκεύασμα κάποιου εργαστηρίου προκειμένου να χρησιμοποιηθεί σαν βιολογικό όπλο , για να εξοντωθεί κάποιος μελλοντικός εχθρός , αλλά ξέφυγε τυχαία στο περιβάλλον.

         Ο Θουκυδίδης , που αρρώστησε και ο ίδιος αλλά επέζησε από εκείνη τη φοβερή αρρώστια και είδε πολλούς πάσχοντες , περιγράφει στο δεύτερο βιβλίο της ιστορίας του τα συμπτώματα αλλά και τα παρεπόμενα αυτής της πανδημίας. “ Όσοι ήσαν ως τότε υγιείς , χωρίς καμμίαν φανεράν αιτίαν , προσεβάλλοντο αιφνιδίως από πονοκέφαλον με ισχυρόν πυρετόν και ερυθήματα και φλόγωσιν των οφθαλμών και το εσωτερικόν του στόματος , ο φάρυγξ και η γλώσσα , εγίνοντο ευθύς αιματώδη και η εκπνοή ήτον αφύσικος και δυσώδης. Κατόπιν των φαινομένων αυτών , επηκολούθουν πτερνισμοί και βραχνάδα και μετ’ ολίγον το κακόν κατέβαινεν εις το στήθος , συνοδευόμενον από ισχυρόν βήχα”. (Η μετάφραση είναι του Ελευθερίου Βενιζέλου).

         Σύμφωνα με το Θουκυδίδη , ο πυρετός ήταν τόσο υψηλός που οι ασθενείς δεν ανέχονταν τα ρούχα τους και ήθελαν να είναι γυμνοί , ενώ αισθάνονταν μεγάλη ευχαρίστηση όταν έριχναν στο σώμα τους κρύο νερό. Πολλοί από αυτούς έπεφταν μέσα σε δεξαμενές για να ανακουφιστούν. Οι γιατροί , οι οποίοι αγνοούσαν τη φύση της ασθένειας , προσπαθούσαν να την αντιμετωπίσουν αλλά πέθαιναν και οι ίδιοι. Οι περισσότεροι ασθενείς πέθαιναν την εβδόμη ή ενάτη ημέρα και αν μερικοί διέφευγαν τη κρίση , η νόσος προκαλούσε ισχυρή διάρροια και πολλοί σε αυτό το στάδιο κατέληγαν από εξάντληση. Άλλοι πάλι αμέσως μετά τη θεραπεία πάθαιναν αμνησία και δεν αναγνώριζαν ούτε τον εαυτό τους ούτε τους οικείους τους. Πολλοί νεκροί έμεναν άταφοι και τα όρνεα και τα τετράποδα , όσα τρώγουν τα ανθρώπινα πτώματα , ή δεν τους πλησίαζαν ή αν έτρωγαν από τα πτώματα ψοφούσαν. Κανένα φάρμακο αποτελεσματικό δεν βρέθηκε γιατί εκείνο που ωφελούσε κάποιον , το ίδιο έβλαπτε τον άλλον. Νοσηλεύοντας ο ένας τον άλλον μολύνονταν και όπως γράφει ο Θουκυδίδης , πέθαιναν σαν πρόβατα. Αυτοί που ευσπλαχνίζονταν περισσότερο τους ασθενείς ήσαν όσοι είχαν θεραπευθεί από τη νόσο γιατί τη γνώριζαν από ιδίαν πείρα. Οι συγκεκριμένοι πολίτες ήσαν και θαρρετοί γιατί η νόσος δεν προσέβαλλε δύο φορές τον ίδιο άνθρωπο. Είχαν δε και την ελπίδα ότι δεν θα πέθαιναν πλέον ούτε από άλλη ασθένεια. Οι κάτοικοι της υπαίθρου αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους , λόγω της εισβολής των Πελοποννησίων και συγκεντρώθηκαν όλοι μέσα στη πόλη. Αυτοί υπέφεραν περισσότερο γιατί από έλλειψη οικιών αναγκάζονταν να ζουν μέσα σε παραπήγματα. Οι ιεροί περίβολοι , μέσα στους οποίους είχαν κατασκηνώσει , ήσαν γεμάτοι με νεκρούς. 

         Σχετικά με τη καταπάτηση , εκείνη τη περίοδο , των εθίμων που αναφέρονται στους ενταφιασμούς, ο Θουκυδίδης γράφει. “Ως εκ τούτου , τα έθιμα , προς τα οποία συνεμορφώνοντο έως τότε , προκειμένου περί ενταφιασμού , κατεπατήθησαν όλα και καθείς έθαπτε τους νεκρούς του όπως ημπορούσε. Πολλοί μάλιστα , ένεκα ελλείψεως των απαιτουμένων δια την ταφήν υλικών , λόγω του ότι πολλοί εκ της οικογενείας των είχαν ήδη προαποθάνει , προσέφευγαν εις μέσα ταφής βδελυρά. Διότι άλλοι μεν απέθεταν πρώτον τον ιδικόν των νεκρόν επί ξένης πυράς και την ήναπταν , προλαμβάνοντες εκείνους που την είχαν στήσει , άλλοι δε, ενώ άλλος νεκρός εκαίετο ήδη , έρριπταν επάνω εκείνον που έφεραν και έφευγαν”. Πριν από μερικά χρόνια , κατά τη διάρκεια των εργασιών για το μετρό, βρέθηκε κοντά στη συμβολή της Ιεράς οδού και της οδού Πειραιώς , ένας ομαδικός τάφος που σχετίζεται πιθανόν με το λοιμό της αρχαίας Αθήνας. Οι σκελετοί ανήκαν σε άτομα διαφόρων ηλικιών αλλά και φύλων. Η ταφή είχε γίνει με μεγάλη αταξία έξω από το νεκροταφείο του Κεραμεικού , σε ένα ρηχό λάκκο. Αυτό μπορεί να έγινε είτε από έλλειψη χώρου στο νεκροταφείο , είτε για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας. Οι μελέτες που έγιναν , ύστερα από εξέταση των οστών , έδειξαν ότι επρόκειτο για έναν τυφοειδή πυρετό. Όλα αυτά βέβαια συνέβαιναν το 430 π.χ. Σήμερα , στην εποχή του κορωνοϊού , ζούμε πρωτόγνωρες καταστάσεις. Αξέχαστες θα μείνουν οι εικόνες από το Μπέργκαμο , με τη πομπή των στρατιωτικών οχημάτων που μετέφεραν ασυνόδευτα φέρετρα. Στο Μιλάνο , το μεγαλύτερο κρεματόριο της πόλης έκλεισε τις πόρτες του ,για ένα μήνα , γιατί δεν μπορούσε να διαχειριστεί το μεγάλο αριθμό σορών που μεταφέρονταν εκεί για αποτέφρωση. Στις Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποιούσαν ανυψωτικό μηχάνημα (κλαρκ) για να φορτώσουν πτώματα σε φορτηγά – ψυγεία , έξω από νοσοκομείο της Νέας Υόρκης. Στην ίδια πόλη , η ταφή ορισμένων θυμάτων του κορωνοϊού γίνεται σε ομαδικούς τάφους στο νησί Χαρτ , γιατί τα νεκροταφεία της Νέας Υόρκης δεν μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες για τη ταφή σε αυτά όλων των νεκρών. Στη Κωνσταντινούπολη ετοίμασαν  εσπευσμένα δύο νέα νεκροταφεία αποκλειστικά για τους νεκρούς του κορωνοϊού. Στη χώρα μας , στις κηδείες οι οποίες γίνονται σε στενό οικογενειακό κύκλο , άτομα ντυμένα με ειδικές στολές και φορώντας μάσκες , μεταφέρουν τα φέρετρα με τους νεκρούς του κορωνοϊού.

         Μερικοί από τους πιο ηλικιωμένους Αθηναίους θυμήθηκαν έναν παλαιό χρησμό που έλεγε , “Θα έλθει δωρικός πόλεμος και λοιμός μαζί μ’ αυτόν”. Άλλοι όμως έλεγαν ότι ο χρησμός μιλούσε για λιμό (πείνα) και όχι για λοιμό (αρρώστια). Τελικά συμφώνησαν ότι η λέξη του χρησμού ήταν λοιμός , γιατί όπως γράφει ο Θουκυδίδης , οι άνθρωποι μνημονεύουν το στίχο σύμφωνα με τα παθήματά των. Και συνεχίζει αναφέροντας ότι αν ποτέ έλθει άλλος δωρικός πόλεμος και συμπέσει να έλθει και λιμός τότε φαίνεται πιθανό ότι θα ερμηνεύουν το χρησμό με αυτή τη λέξη. Στην εποχή μας δεν υπάρχουν μαντεία και χρησμοί , έχουμε όμως τις προφητείες διαφόρων γερόντων , μέντιουμ , αστρολόγων και άλλων , που κατακλύζουν το internet και σύμφωνα με τις οποίες πρόκειται να έλθουν μεγάλες θανατικές ασθένειες που θα μας εκμηδενίσουν. Μερικοί λοιπόν τώρα , εκμεταλλεύτηκαν τη συγκυρία για να συνδέσουν το κορωνοϊό με αυτές τις προφητείες.

         Οι Πελοποννήσιοι μάθαιναν για την ύπαρξη της νόσου από τους αυτομόλους , αλλά και οι ίδιοι έβλεπαν τις φωτιές που άναβαν οι Αθηναίοι για τη καύση των νεκρών. Στην Αττική έμειναν περίπου σαράντα ημέρες και διαδόθηκε ότι έφυγαν γιατί φοβήθηκαν το νόσημα .Το ίδιο καλοκαίρι ο Άγνων και ο Κλεόπομπος εξέπλευσαν με στρατιωτική δύναμη εναντίον της Ποτίδαιας , της οποίας η πολιορκία δεν είχε τελειώσει. Η νόσος όμως εξαπλώθηκε εκεί και οι στρατιώτες της πρώτης εκστρατείας κόλλησαν το νόσημα από τους στρατιώτες που είχαν έλθει με τον Άγνωνα. Ο Άγνων τότε αναγκάστηκε να επιστρέψει με το στόλο του στην Αθήνα αφού , μέσα σε διάστημα σαράντα περίπου ημερών , από τους 4000 άνδρες έχασε από τη νόσο τους 1050. Οι Αθηναίοι κατηγορούσαν το Περικλή γιατί τους παρέσυρε να πολεμήσουν και τον θεωρούσαν υπαίτιο για τα δεινά τους. Η επιδημία αυτή δεν κάνει διακρίσεις σε ηλικία , φύλο , θρήσκευμα , οικονομική ή κοινωνική θέση. Μετά από δύο χρόνια ο Περικλής πέθανε , χτυπημένος και αυτός από τη θανατηφόρο νόσο.