Ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα βρίσκεται 14 χλμ. νότια της Ανδρίτσαινας. Είναι κτισμένος στο όρος Κωτίλιο , σε υψόμετρο 1131 μ , στη θέση Βάσσες Φιγαλείας. Η ονομασία Βάσσες προέρχεται από τις πολλές μικρές κοιλάδες (βάσσαι) που υπάρχουν μεταξύ των βράχων. Ο ναός είναι έργο του Ικτίνου , του αρχιτέκτονα του Παρθενώνα , κτίστηκε το 420 – 400 π.χ. και ονομάζεται ο “Παρθενών της Πελοποννήσου¨. Ο Παυσανίας , ο οποίος τον επισκέφθηκε γύρω στο 170 μ.χ. , τον θεωρεί τον δεύτερο μετά της Τεγέας πελοποννησιακό ναό , σε κάλλος και αρμονία.
Η πόλη η οποία ίδρυσε το ιερό προς τιμήν του Απόλλωνα είναι η Αρχαία Φιγάλεια , που ήταν αρκαδική πόλη και βρίσκεται σε απόσταση 13 περίπου χλμ. νοτιοδυτικά του ναού. Η περιοχή της Φιγαλείας σήμερα υπάγεται στο νομό Ηλείας. Όταν τον 7ο αιώνα π.χ. οι κάτοικοι της Φιγαλείας απελευθερώθηκαν από τους Λακεδαιμονίους , ίδρυσαν ναό προς τιμήν του Απόλλωνα τον οποίον λάτρευαν ως “Επικούριον” , δηλαδή αρωγό σε δεινά πολέμου. Το 429 π.χ. άρχισαν να τον λατρεύουν ως θεό θεραπευτή ¨Επικούριον” , επειδή τους έσωσε από θανατηφόρο λοιμό.
Ο ναός τον οποίον βλέπουμε σήμερα είναι αυτός των κλασικών χρόνων , που κτίστηκε πάνω σε παλαιότερο ναό και για τη κατασκευή του οποίου χρησιμοποιήθηκε τοπικός ανοιχτόχρωμος ασβεστόλιθος. Τα κιονόκρανα όμως του σηκού , ο γλυπτός διάκοσμος και ορισμένα μέρη της οροφής , ήσαν από μάρμαρο. Ο προσανατολισμός του ναού είναι από Βορρά προς Νότο και όχι από Ανατολή προς Δύση που είναι ο συνήθης. Και άλλοι όμως ναοί της περιοχής έχουν τον ίδιο προσανατολισμό και αυτό έχει να κάνει με λατρευτικούς λόγους που συνδέονται με την αρκαδική θρησκευτική παράδοση. Στον Επικούριο Απόλλωνα αντιπροσωπεύονται και οι τρεις αρχιτεκτονικοί ρυθμοί της αρχαιότητας , ο δωρικός , ο ιωνικός και ο κορινθιακός. Ο ναός είναι δωρικός περίπτερος , με πρόναο , σηκό , άδυτο και οπισθόδομο. Έχει 6 κίονες στις στενές πλευρές και 15 στις μακρές , αντί της καθιερωμένης για την εποχή αναλογίας 6χ13. Η μορφή του έτσι είναι περισσότερο επιμήκης , όπως ακριβώς συνέβαινε στους αρχαϊκούς ναούς.
Στο εσωτερικό του σηκού υπάρχουν από πέντε ιωνικοί ημικίονες , κατά μήκος των μακρών πλευρών του. Ανάμεσα σε αυτούς τους κίονες υπήρχε και ένας με κορινθιακό κιονόκρανο , το οποίο θεωρείται το αρχαιότερο αυτού του είδους στην ελληνική αρχιτεκτονική και το οποίο γνωρίζουμε από σχέδια των πρώτων περιηγητών. Θραύσματα από αυτό το κιονόκρανο φυλάσσονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Στο άδυτο , που βρισκόταν πίσω από τον κίονα αυτό , υπήρχε το λατρευτικό άγαλμα του θεού. Η στέγη του ναού ήταν δίρριχτη και η κεράμωση μαρμάρινη , κορινθιακού τύπου.
Εξωτερικά υπήρχε δωρική ζωφόρος με ακόσμητες μετόπες , ενώ ανάγλυφη διακόσμηση υπήρχε μόνο στις εσωτερικές μετόπες των στενών πλευρών. Οι 6 μετόπες του πρόναου απεικόνιζαν την επιστροφή του Απόλλωνα στον Όλυμπο από τις υπερβόρειες χώρες. Οι μετόπες στον οπισθόδομο είχαν ως θέμα την αρπαγή των θυγατέρων του Μεσσήνιου βασιλιά Λεύκιππου από τους Διόσκουρους. Τα αετώματα δεν είναι βέβαιο ότι έφεραν γλυπτό διάκοσμο. Η μαρμάρινη ιωνική ζωφόρος που υπήρχε μέσα στο σηκό , πάνω από τους ιωνικούς ημικίονες , ήταν έργο πιθανόν του Παιώνιου που φιλοτέχνησε στην Ολυμπία το άγαλμα της Νίκης. Η ζωφόρος είχε 31 μέτρα μήκος και αποτελείτο από 23 μαρμάρινες πλάκες. Στις 12 απεικονιζόταν Αμαζονομαχία και στις 11 Κενταυρομαχία. Ο ναός εξακολούθησε να χρησιμοποιείται στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια , οπότε γίνονταν επιδιορθώσεις στη κεράμωσή του. Η πρώτη σημαντική καταστροφή του σημειώθηκε όταν έπεσε η στέγη του , λόγω φυσικής φθοράς των ξύλινων δοκών που τη συγκρατούσαν. Σοβαρές ζημιές υπέστη και από την ανθρώπινη επέμβαση , που έγινε για την αφαίρεση του μετάλλου των συνδέσμων.
Ο ναός ταυτίστηκε επιτυχώς το 1765 από το Γάλλο αρχιτέκτονα j. Bocher και η πρώτη συστηματική ανασκαφή έγινε το 1812 από ομάδα Ευρωπαίων αρχαιοκαπήλων με επικεφαλής τον Βρετανό Τσαρλς Κόκερελ. Όταν η ομάδα αυτή έφτασε στο ναό του Επικούριου Απόλλωνα και άρχισε τις έρευνες , προκάλεσε την αντίδραση των προεστών και των κατοίκων της περιοχής γιατί δεν είχαν πάρει καμία επίσημη άδεια από τους Τούρκους. Οι Ευρωπαίοι τότε επισκέφτηκαν στη Τρίπολη το Βελή Πασά , το γιο του Αλή Πασά των Ιωαννίνων , που ήταν εκείνη τη περίοδο πασάς της Πελοποννήσου και ζήτησαν άδεια για ανασκαφή. Ο πασάς τους έδωσε την άδεια αλλά απαίτησε τη μισή λεία για αντάλλαγμα. Κατά τις ανασκαφές οι μαρμάρινες πλάκες της ζωφόρου ανακαλύφθηκαν στο σηκό κάτω από αρχιτεκτονικά μέλη. Τότε βρέθηκε και το παλαιότερο κορινθιακό κιονόκρανο. Οι αρχαιοκάπηλοι όταν συγκέντρωσαν όλα τα ευρήματα επισκέφτηκαν το Βελή Πασά για να του παραδώσουν το μερίδιό του. Αυτός όμως αρνήθηκε να παραλάβει τα αρχαία , τα οποία για αυτόν δεν είχαν καμία αξία. Έλαβε τότε ένα ποσό σε λίρες , πολύ κατώτερο της αξίας των ευρημάτων και οι αρχαιοκάπηλοι πήραν ολόκληρο το θησαυρό , τον οποίο πούλησαν σε δημοπρασία που διεξήχθη στη Ζάκυνθο. Πλειοδότης ήταν το Βρετανικό Μουσείο. Η ζωφόρος και τα άλλα γλυπτά του ναού έφθασαν στην Αγγλία το 1814 και εκτίθενται στο Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο από το 1815. Από το 1902 τη συστηματική έρευνα ανέλαβε η ελληνική Αρχαιολογική Εταιρεία. Τότε βρέθηκαν και άλλα τμήματα της ιωνικής ζωφόρου , τα οποία φυλάσσονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Το 1987 τοποθετήθηκε στο ναό ειδικό στέγαστρο που το προστατεύει από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες. Ο ναός ήταν το πρώτο μνημείο στην Ελλάδα που εντάχθηκε το 1986 στο κατάλογο των μνημείων της παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO.