Το φράγκικο μοναστήρι της Παναγίας της Ίσοβας βρίσκεται πολύ κοντά στο χωριό Τρυπητή (Μπιτζιμπάρδι) του Δήμου Ανδρίτσαινας – Κρεστένων Ηλείας. Το μοναστήρι κτίστηκε τη περίοδο της φραγκοκρατίας , κατά το 1223-1225, από Φράγκους μοναχούς και είναι ένα από τα σημαντικότερα γοτθικά εκκλησιαστικά μνημεία στην Ελλάδα. Η δυτική και η βόρεια πλευρά του ναού της Παναγίας σώζονται σχεδόν στο αρχικό τους ύψος , ενώ μεγαλύτερη καταστροφή έχουν υποστεί η νότια και η ανατολική πλευρά. Ο κυρίως ναός έχει ορθογώνια κάτοψη με εξωτερικές διαστάσεις 41,30 χ 15,20 μ. , ενώ το ιερό , που σήμερα είναι το πιο κατεστραμμένο τμήμα της εκκλησίας , έχει διαστάσεις 8,20 χ 9,60 μ. Η στέγη της μονόκλιτης αυτής γοτθικής βασιλικής ήταν ξύλινη δίριχτη και είχε μεγάλη κλίση. Η δυτική όψη του ναού έχει τρία οξυκόρυφα γοτθικά παράθυρα , δύο χαμηλά και ένα ψηλότερα , ενώ η βόρεια πλευρά στολίζεται με έξι παράθυρα.
Ο ναός είχε τρεις εισόδους : μία στα νοτιοανατολικά και δύο στη βόρεια πλευρά που σήμερα είναι κατεστραμμένες. Στη δυτική πλευρά της βασιλικής δεν υπήρχε είσοδος , αφού ο ναός δεν ήταν ενοριακός , αλλά ανήκε σε μοναστηριακό συγκρότημα. Στα βόρεια του ναού υπήρχε η αυλή του μοναστηριού , η οποία περιβαλλόταν από περίστυλη στοά. Ανατολικά της αυλής υπήρχε το διώροφο κτήριο με τους κοιτώνες των μοναχών. Το μοναστήρι πυρπολήθηκε το 1263 από Τούρκους μισθοφόρους των Ελλήνων.
Νότια της βασιλικής της Παναγίας βρίσκεται ο ναός του Αγίου Νικολάου που κτίστηκε το 14ο αιώνα , ενώ άλλοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι κτίστηκε το 15ο αιώνα. Η κάτοψη του ναού είναι ορθογώνια , με εσωτερικές διαστάσεις 9,30 χ 8,00 μ. Στη δυτική πλευρά έχει τρεις θύρες και στη βόρεια άλλες δύο με μικρότερες διαστάσεις. Στο εσωτερικό ο ναός χωριζόταν σε τρία κλίτη. Το μεσαίο κλίτος ήταν ψηλότερο από τα πλαϊνά και στεγαζόταν με δίριχτη ξύλινη στέγη , ενώ τα πλαϊνά κλίτη στεγάζονταν με μονόριχτες ξύλινες στέγες.
Στη περίοδο της Β’ Ενετοκρατίας στη Πελοπόννησο , στα κτηματολογικά δεδομένα των Ενετών του έτους 1698 για το χωριό Μπιτζιμπάρδι (Bisbardi) υπάρχει αναφορά για μία λατινική εκκλησία (Chiesa Latina). Δεν αναφέρουν οι Ενετοί ότι η εκκλησία αυτή ήταν κατεστραμμένη , ενώ για τις πέντε ελληνικές εκκλησίες (Chiese d.te Greche) που υπήρχαν στο χωριό αναφέρουν ότι ήσαν κατεστραμμένες. Πρόκειται επομένως για το ναό του Αγίου Νικολάου , αφού η βασιλική της Παναγίας κάηκε το 1263 και δεν ξανακτίστηκε. Σε αυτά τα κτηματολογικά δεδομένα αναφέρεται επίσης ότι το χωριό Μπιτζιμπάρδι είχε : 700 campi καλλιεργήσιμες εκτάσεις , 1076 campi βοσκοτόπια , 3 μουριές , 3 ελαιόδενδρα , 9 οικίες αχυροσκεπείς ή καλαμοσκεπείς , 9 οικογένειες και 2 κρήνες. Το campo που αναφέρεται εδώ είναι ενετική μονάδα μέτρησης επιφανειών γης.
Το 1246 πέθανε ο Φράγκος πρίγκιπας του Πριγκιπάτου του Μορέως , Γοδεφρείδος Β’ Βιλλεαρδουίνος , ο οποίος είχε κατασκευάσει το κάστρο Χλεμούτσι και τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Γουλιέλμος. Ο πρίγκιπας Γουλιέλμος Βιλλεαρδουίνος είχε παντρευτεί την Άννα , που ήταν κόρη του δεσπότη Μιχαήλ της Ηπείρου. Όταν ο τελευταίος ήρθε σε σύγκρουση με τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο στη Μακεδονία , ο Γουλιέλμος βοήθησε με στρατιωτικές δυνάμεις το πεθερό του που διεκδικούσε αυτή τη περιοχή. Στη μάχη όμως της Πελαγονίας , τον Οκτώβρη του 1259 , ο Γουλιέλμος συλλαμβάνεται αιχμάλωτος και μεταφέρεται στη Λάμψακο και αργότερα οδηγείται στη Κωνσταντινούπολη. Απελευθερώνεται μετά από τρία χρόνια , το 1262 , με αντάλλαγμα να παραδώσει στους βυζαντινούς τα κάστρα του Μυστρά , της Μάινας και της Μονεμβασιάς. Υπέγραψε μάλιστα και συμφωνία με τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο ο οποίος από το 1261 βρισκόταν στη Κωνσταντινούπολη αφού οι Φράγκοι εκείνη τη χρονιά ηττήθηκαν από τους βυζαντινούς και εγκατέλειψαν τη πόλη.
Στο τέλος του 1262 ο αυτοκράτορας έστειλε τον αδελφό του Κωνσταντίνο να παραλάβει τα τρία κάστρα της Πελοποννήσου. Τα αυτοκρατορικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στη Μονεμβασιά προκειμένου να αναλάβουν τη φύλαξη των κάστρων. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Παλαιολόγος για να ενισχύσει τις δυνάμεις του Δεσποτάτου έστειλε και 1500 Τούρκους μισθοφόρους , με αρχηγούς τον Μελίκ και τον Σαλίκ , οι οποίοι αποβιβάστηκαν στο λιμάνι της Μονεμβασιάς. Το 1263 ο αδελφός του αυτοκράτορα , Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και ο Μιχαήλ Καντακουζηνός , με μεγάλη δύναμη ιππικού και πεζικού αλλά και με τους Τούρκους μισθοφόρους , ξεκίνησαν από το Μυστρά με σκοπό να καταλάβουν την Ανδραβίδα που ήταν η πρωτεύουσα του πριγκιπάτου του Μορέως. Έφθασαν στη Καρύταινα και μετά στη Λιοδώρα. Τότε ένα τουρκικό τμήμα πέρασε τον Αλφειό ποταμό και πυρπόλησε στην Ίσοβα το φράγκικο μοναστήρι της Παναγίας. Το χρονικό του Μορέως αναφέρει :
Η Πρινίτσα που αναφέρεται εδώ ταυτίζεται από πολλούς ιστορικούς με το χωριό Βίλιζα (Πεύκες) της Ηλείας. Άλλοι όμως ερευνητές υποδεικνύουν άλλες θέσεις στη περιοχή της Αρχαίας Ολυμπίας. Ο Φράγκος στρατηγός Jean de Katavas κατορθώνει με τους 312 άνδρες του να αιφνιδιάσει τους βυζαντινούς στη Πρινίτσα , στο μέρος που είχαν στρατοπεδεύσει και να τους προκαλέσει πανωλεθρία , αφού αυτοί δεν είχαν πάρει κανένα μέτρο για την ασφάλειά τους. Όσοι μπόρεσαν σκόρπισαν πανικόβλητοι μέσα στα δάση και σώθηκαν , αφού δεν ήταν εύκολο για τους Φράγκους να τους καταδιώξουν διότι στη περιοχή υπήρχαν απότομες βουνοπλαγιές και πυκνά δάση. Την ώρα της μάχης ο Κωνσταντίνος , ο αδελφός του αυτοκράτορα , έφυγε με ένα τούρκικο άλογο και με τη βοήθεια κάποιου ντόπιου ανέβηκε στη Λέβιτσα , μετά στη Κάπελη και στη συνέχεια κατόρθωσε να φθάσει στο Μυστρά χωρίς να γίνει αντιληπτός από τους Φράγκους. Το χρονικό του Μορέως αναφέρει :
Το ελληνικό χρονικό αποδίδει τη φοβερή ήττα στη Παναγία , η οποία είχε θυμώσει για τη πυρπόληση του ναού της στην Ίσοβα :