Ο καπετάν Μπόμπας ήταν πολεμιστής που έδρασε κατά τη διάρκεια του αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία αλλά και κατά την προεπαναστατική περίοδο. Καταγόταν από το χωριό Γιάρμενα (Φολόη) της Ηλείας και ήταν αχώριστος σύντροφος με τον καπετάν Βερβίτα με καταγωγή από το χωριό Κούμανι. Όπως αναφέρει ο Γεώργιος Χρυσανθακόπουλος, στο βιβλίο του ″Η Ηλεία επί τουρκοκρατίας″ που εκδόθηκε το 1950, οι δύο αυτοί αγωνιστές έτρεφαν άσπονδο μίσος κατά των Τούρκων οι οποίοι τους εφοβούντο διότι πολλές φορές είχαν δοκιμάσει την ανδρεία και τον ηρωισμό τους. Όταν μάλιστα ήθελαν να παραστήσουν κάποιον σαν ατρόμητο έλεγαν : ″Σαν τον Βερβίτα και τον Μπόμπα″.
Οι δύο αυτοί καπεταναίοι μισούσαν θανάσιμα τους αδελφούς αγάδες του Λάλα, Χασάν Φιδά Αγά και Ραϊτ Αγά ή Κουτσοραϊτ , διότι ήσαν οι σκληρότεροι και κακοηθέστεροι των αγάδων και τρομοκρατούσαν καθημερινά τους κατοίκους των γύρω χωριών. Οι χριστιανοί ονόμαζαν τον Χασάν Αγά και Φιδά , δηλαδή φίδι. Κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις στον Πύργο, Λαντζόϊ και Πούσι αυτός διηύθυνε σώματα στρατού. Ήταν αιμοχαρής και του άρεσε προ πάντων να ανοίγει τις κοιλιές εγκύων γυναικών όπως έκανε και ο αδελφός του Ραϊτ Αγάς. Είχε πολυμελές χαρέμι διότι όταν έκανε περιοδείες , όσες ωραίες γυναίκες συναντούσε τις έστελνε στο Λάλα. Οι χριστιανοί, όταν αυτός περιόδευε, κατέφευγαν στα όρη και στα δάση για να αποφύγουν να συναντηθούν μαζί του. Ο Ραϊτ Αγάς επειδή ήταν κουτσός από το αριστερό του πόδι ονομάστηκε Κουτσοραϊτ Αγάς και με αυτό το όνομα ήταν γνωστός σε όλη την Ηλεία. Ήταν αιμοχαρής , κτηνώδης και ο κακοηθέστερος των αγάδων. Είχε στη κυριαρχία του εκτός των άλλων περιφερειών και πολλά χωριά της Πηνείας. Στο Κούλουγλι μάλιστα είχε ανάκτορο όπου παρέμενε για πολύ καιρό γιατί εκεί διατηρούσε και χαρέμι. Τακτικότατα περιόδευε όλη την Ηλεία τρομοκρατώντας τους δυστυχείς χριστιανούς και είναι άπειρα τα επεισόδια που δημιουργούσε.
Το 1808 εκδηλώθηκε στο Λάλα η ανταρσία του Αλή Φαρμάκη και ο Σουλτάνος διέταξε τον Βελή Πασά της Τρίπολης, που ήταν γιός του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, να εκστρατεύσει εναντίον του. Τότε ο Κολοκοτρώνης προκειμένου να βοηθήσει τον Αλή Φαρμάκη, έφτασε από τη Ζάκυνθο στην ακτή του Κορακοχωρίου και από εκεί πήγε στον Πύργο όπου επισκέφτηκε, όπως συνήθιζε, το ναό του Αγίου Χαραλάμπους για να προσευχηθεί. Αφού παρέλαβε τους Πυργίους πολεμιστές αναχώρησε και έφτασε στην Άβουρα που είναι ο παραπόταμος του Αλφειού Ενιπέας γνωστός και σαν Λεστενίτσα. Εκεί τον περίμεναν οι καπεταναίοι της ορεινής περιφέρειας Μπαλάσκας, Βερβίτας , Κουμανιώτης , Μπόμπας κλπ. Μετά ανέβηκε στο Δούκα όπου παρέμεινε δύο ημέρες και φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Κ. Σπηλιωτοπούλου.
Μετά τη μάχη του Πύργου, που έγινε στις 3-4-1821, οι Λαλαίοι Τουρκαλβανοί είχαν αναθαρρήσει και σχεδίαζαν επιδρομές για να τρομοκρατήσουν τους χριστιανούς και να τους τιμωρήσουν διότι τόλμησαν να εξεγερθούν κατά του Σουλτάνου. Τότε ο Χαράλαμπος Βιλαέτης αποφάσισε να εκστρατεύσει εναντίον των Λαλαίων. Συνεννοήθηκε με τον Αναγνώστη Παπασταθόπουλο και τους ορεινούς καπεταναίους Κώστα Κουμανιώτη, Νιώτη, Μπόμπα, Βερβίτα και άλλους Ηλείους και Ολυμπίους πολεμιστές και εκστράτευσε προκειμένου να επιτεθεί εναντίον των Λαλαίων γιατί είχε πληροφορίες ότι αυτοί θα επιχειρούσαν και νέα εκστρατεία στα πεδινά. Συναντήθηκε με τους Τουρκαλβανούς Λαλαίους στη περιοχή του χωρίου Λαντζόι. Οι ορεινοί καπεταναίοι υπέδειξαν στον Βιλαέτη να μην πολεμήσουν σε αυτό το μέρος αλλά δεν τους άκουσε παρότι οι υποδείξεις των ήταν ορθότατες. Αυτοί που είχαν αντίθετη γνώμη απομακρύνθηκαν και κατευθύνθηκαν προς τον Πύργο. Ο Βιλαέτης παρέμεινε με ολίγους πολεμιστές με αποτέλεσμα¸ στη μάχη που έγινε στις 10 Μαΐου 1821 στο Λαντζόι, να βρει το θάνατο μαχόμενος ηρωικά.
Μετά τον θάνατο του Βιλαέτη οι άρχοντες της Ηλείας, και από πληροφορίες που είχαν για τις προετοιμασίες των Λαλαίων, άρχισαν να ανησυχούν και αποφάσισαν να εντείνουν τις προσπάθειές τους. Συνήλθαν στο σπίτι του Κρεστενίτη στο Πύργο όλοι οι εξέχοντες Πύργιοι και οι αγωνιστές των ορεινών περιοχών μεταξύ των οποίων και ο Μπόμπας. Εκεί κατέστρωναν σχέδια για τις μελλοντικές επιχειρήσεις με σκοπό την εκστρατεία κατά του Λάλα προκειμένου να εκμηδενίσουν τη φοβερή δύναμη των Λαλαίων. Καμία επιχείρηση των χριστιανών θα επετύγχανε αν έμεναν ανενόχλητοι οι Τουρκαλβανοί του Λάλα. Οι ελληνικές δυνάμεις ξεκίνησαν από τον Πύργο στις 12 Μαΐου 1821 και φθάνοντας στη περιοχή του Λάλα στρατοπέδευσαν στο λόφο Πούσι που βρίσκεται στους μεσημβρινούς πρόποδες της βουνοσειράς Φολόης και είναι συνεχόμενος με τη πεδιάδα του Λάλα. Ο καπετάν Μπόμπας στις μάχες που εδόθησαν στη τοποθεσία Μποντίνι αλλά και στο Πούσι έδειξε απαράμιλλο θάρρος και ανδρεία. Οι μάχες στο Πούσι κράτησαν πολλές ημέρες και η τελευταία εδόθη στις 23-6-1821 κατά την οποίαν επεκράτησαν οι Έλληνες με αποτέλεσμα την ίδια ημέρα οι Τούρκοι να εγκαταλείψουν το Λάλα και να κατευθυνθούν προς τη Πάτρα.
Όταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έγινε στρατηγός και διετάχθη να εκστρατεύσει με τα Πελοποννησιακά στρατεύματα κατά της Πάτρας, έφθασε στον Πύργο παρέλαβε τους Πυργίους πολεμιστές και αφίχθη στη Γαστούνη όπου φιλοξενήθηκε από τον Σισίνη, ο οποίος μάλιστα προς τιμήν του διοργάνωσε εορτές. Από τη Γαστούνη έφτασε στο μετόχι του Μεγάλου Σπηλαίου και από εκεί έφυγε για να συναντήσει τους ευρισκομένους στην Αχαΐα, Πλαπούτα, Γενναίο Κολοκοτρώνη, Τζανέτο Χριστόπουλο, Αναγνώστη Παπασταθόπουλο, Αυγερινό, Πέτρο Μήτσου και τους πολεμιστές των ορεινών χωριών Μπαλασκαίους, Μπόμπα, Βερβίτα, Καραμεραίους, και πολλούς άλλους.
Ο καπετάν Μπόμπας διακρίθηκε σε όσες μάχες της Ηλείας έλαβε μέρος αλλά και στις πολιορκίες της Πάτρας. Υπηρέτησε κάτω από τις εντολές του Αναγνώστη Παπασταθοπούλου που καταγόταν από το χωριό Δούκα της Ηλείας και ο οποίος αργότερα έλαβε επαξίως το βαθμό του στρατηγού. Η κυβέρνηση εκτίμησε τις υπηρεσίες που προσέφερε ο καπετάν Μπόμπας γι αυτό μετά την αποκατάσταση του παραχώρησε εκτάσεις γαιών στο χωριό Ρώμεσι του Πύργου. Το τοπωνύμιο Μπόμπαινα που υπάρχει στο Ρώμεσι πιθανόν να έχει σχέση με τον Μπόμπα και πρέπει να είναι η περιοχή όπου ευρίσκοντο τα κτήματα που του παραχώρησε το κράτος. Ο Γεώργιος Χρυσανθακόπουλος στο βιβλίο του δεν αναφέρει το μικρό όνομα του Μπόμπα. Υπάρχουν όμως στα αρχεία της ελληνικής παλιγγενεσίας της βουλής τα πρακτικά της συνεδρίασης του βουλευτικού της 3ης Μαρτίου 1825. Σε αυτά αναφέρεται ο κατάλογος των διαφόρων στρατιωτικών προβιβασμών συνοδευόμενος από το υπ’ αριθμ. 3884 προβούλευμα του εκτελεστικού. Μεταξύ των άλλων ονομάτων αναγράφεται και αυτό του Δημήτρη Μπόμπα, που προτείνεται για προαγωγή στο βαθμό της ταξιαρχίας, αν και υπάρχει μια μικρή πιθανότητα να πρόκειται για άλλον αγωνιστή με το ίδιο επώνυμο.