Το Λάλα βρίσκεται στην ορεινή Ηλεία, στο Λαλαϊκό οροπέδιο που είναι συνέχεια της βουνοσειράς της Φολόης. Στο χωριό αυτό, αν εξαιρέσουμε δέκα περίπου χριστιανικές οικογένειες, κατοικούσε τουρκικός πληθυσμός ο οποίος τις παραμονές της επανάστασης του 1821 ανερχόταν σε περίπου δώδεκα χιλιάδες κατοίκους. Από αυτούς οι χίλιοι πεντακόσιοι περίπου ήσαν πλήρως εξοπλισμένοι και εμπειροπόλεμοι πολεμιστές, οι οποίοι συχνά έκαναν επιδρομές και λεηλατούσαν την Ηλεία αλλά και τις γύρω περιοχές. Όλες οι χριστιανικές οικογένειες ήσαν στις υπηρεσίες των αγάδων όπως και πολλοί κάτοικοι του γειτονικού χωριού Δούκα.
Ο Σεϊντ Αγάς ή Σεϊντάγας ήταν αδελφός των Αλή Αγά, Αλή Φαρμάκη, Βεζούλ Αγά, Ιμπραήμ Αγά και πρώτος εξάδελφος πολλών σημαντικών και πλουσίων αγάδων οι οποίοι κατοικούσαν στο Λάλα Όπως ο πατέρας του έτσι και αυτός χρημάτισε Διοικητής – Βοεβόδας – Λελές – Ζαπίτης του Πύργου. Ήταν πολύ πλούσιος , ιδιοκτήτης μεγάλων εκτάσεων γαιών στην Ηλεία και σε άλλες περιφέρειες αλλά και κάτοχος χιλιάδων αιγοπροβάτων. Ήταν ιδιοκτήτης της Μπαρμπάσαινας, του Λανθίου, της Βολάντζας, της Ώλενας, της Βρίνας και άλλων χωριών της Ηλείας και της Αχαΐας, ακόμη και εκτάσεων στη περιοχή της Σμύρνης. Η οικία του Σεϊντάγα, ανάκτορο όπως την ονόμαζαν, ήταν πολύ ισχυρή, με χοντρούς τοίχους, αποθήκες τροφίμων και πολεμοφοδίων, στέρνες και λουτήρες. Διέθετε μεγάλες αίθουσες και διαμερίσματα με πολυτελή επίπλωση. Ο Σεϊντάγας είχε προβλέψει την εξέγερση των χριστιανών και γι αυτό, πολλά χρόνια πριν από το 1821, είχε οχυρώσει τα πιο επικίνδυνα σημεία του Λάλα και του οικισμού Μπαστιρά. Πολύ συχνά ανέβαινε από τον Πύργο, όπου ήταν διοικητής, στο Λάλα και επισκεπτόταν τη μητέρα του. Μία ημέρα επιστρέφοντας στην έδρα του και ενώ βρισκόταν λίγο έξω από τον Πύργο στη τοποθεσία ″Αγία Παρασκευή″ είδε μέσα στους αγρούς μία ομάδα από κοπέλες που μάζευαν χόρτα και οι οποίες μόλις αντελήφθησαν τους τούρκους απομακρύνθηκαν τρέχοντας. Ο Σεϊντάγας τις πλησίασε και είδε ότι μία κοπέλα, η Ζωή Πολέμη γύρω στα δεκαεφτά με δεκαοκτώ χρόνων, ήταν πανέμορφη με πολύ ωραία χαρακτηριστικά. Εξεπλάγη από την ωραιότητά της και προσπάθησε να καθησυχάσει τα τρομαγμένα κορίτσια. Αμέσως την ανέβασε στο άλογό του και αντί να εισέλθει στο Πύργο επέστρεψε στο Λάλα και δήλωσε στη μητέρα του ότι θα παντρευόταν τη Ζωή και θα την έκανε πρώτη χανούμ. Η μητέρα του Σεϊντάγα τη περιποιήθηκε και όλο το προσωπικό ήταν στη διάθεσή της. Μετά από πολλές ημέρες άρχισε να συνέρχεται, κατάλαβε ότι δεν ήταν δυνατόν να ελευθερωθεί και να επιστρέψει στους γονείς της και ότι δεν μπορούσε να αποφύγει αυτό που της έτυχε. Ο Σεϊντάγας τη διαβεβαίωσε ότι θα ήταν η μόνη νόμιμη σύζυγός του και μάλιστα μετά από καιρό της επέτρεψε να έχει κρυφά στο δωμάτιό της και ιερές εικόνες. Συχνά την έπαιρνε μαζί του στο Πύργο όπου επισκεπτόταν τους γονείς της αλλά και κρυφά το ναό του Αγίου Χαραλάμπους στον οποίο είχε αφιερώσει πολλά πολύτιμα δώρα. Με τη Ζωή ο Σεϊντάγας απέκτησε δύο γιούς, τον Σεϊντάγα και τον Αζήζ, οι οποίοι όταν μεγάλωσαν έγιναν διοικητές του Πύργου. Χριστιανοί υπηρέτες της Ζωής βεβαίωναν ότι αυτή είχε βαπτίσει κρυφά τα παιδιά της στον Άγιο Χαράλαμπο.
Μετά την αποτυχία του Βελή Πασά το 1808 να κυριεύσει το πύργο του Αλή Φαρμάκη, που βρισκόταν στο Μοναστηράκι της Γορτυνίας και να εξοντώσει τον ίδιο και τους οπαδούς του, αλλά και μετά την άρνηση των Λαλαίων να πληρώσουν το φόρο προς τη πύλη, ο Σουλτάνος άρχισε να υποπτεύεται σύμπραξη των Λαλαίων με τους ομοφύλους τους Αλβανούς και ήθελε ή την εξόντωση των αρχηγών τους ή την υποταγή τους και τη περιστολή της αλαζονείας τους. Διέταξε λοιπόν το Χασάν-Πασά Πρεβέζης να σπεύσει με δυνάμεις στο Πύργο και να συλλάβει ή να φονεύσει το Σεϊντάγα – Βοεβόδα και τον αδελφό του Αζήζ – Αγά. Ο Χασάν – Πασάς έφθασε στο Κατάκολο και από εκεί ανέβηκε στο Πύργο αλλά οι αδελφοί Αγάδες απουσίαζαν στο Λάλα. Έστειλε τότε έφιππους στρατιώτες και τους καλούσε να έλθουν στο Πύργο, δήθεν για συμφιλίωση κατ’ εντολή του Σουλτάνου. Οι αδελφοί υποπτεύθηκαν ότι επρόκειτο για εχθρική αποστολή και αφού παρέλαβαν δύναμη Τουρκαλβανών και μερικούς χριστιανούς, μεταξύ των οποίων και τον καπετάν Δημήτρη Καραμέρο, αναχώρησαν για το Πύργο. Οι Πύργιοι ανησύχησαν από την άφιξη των σουλτανικών στρατευμάτων, αποφάσισαν να μην αναμιχθούν και παρέμειναν μέσα στα σπίτια τους. Οι αδελφοί αγάδες έφθασαν έξω από το Πύργο στη θέση ″Αγία Παρασκευή″ , όπου είχε στρατοπεδεύσει ο Χασάν Πασάς, ο οποίος τους χαιρέτισε εγκάρδια, τους μίλησε με κολακευτικά λόγια και έτεινε από απόσταση το χέρι του για χαιρετισμό. Αυτό όμως ήταν το σύνθημα και αμέσως οι οπαδοί του επέπεσαν κατά των Λαλαίων. Στη φονική αυτή συμπλοκή πρώτος έπεσε νεκρός ο Αζήζ Αγάς από πιστολιά του Πασά και μετά ο αδελφός του Σεϊντάγας που είχε κυκλωθεί από τις τουρκικές δυνάμεις στη προσπάθειά του να βοηθήσει τον αδελφό του. Οι Λαλαίοι έντρομοι από το φόνο των αγάδων διασκορπίστηκαν και επέστρεψαν στο Λάλα. Οι απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες ήσαν μεγάλες και από τις δύο πλευρές.
Ο Πασάς διέταξε και αποκεφάλισαν τους αδελφούς αγάδες και έμπηξε γιαταγάνια στα κεφάλια τους. Μετά μπήκε θριαμβευτικά στο Πύργο και τα περιέφερε στη πόλη για να τρομοκρατήσει τους χριστιανούς. Έφυγε από εκεί για τον Ηλειακό κάμπο περνώντας από διάφορα χωριά και περιφέροντας τα κεφάλια των αγάδων. Αφού πληροφορήθηκαν τα συμβάντα από τους Λαλαίους που επέστρεψαν στο Λάλα, αποφάσισαν η μητέρα και οι άλλοι αγάδες να αποσπάσουν, με κάθε θυσία, τα κεφάλια των δύο αδελφών από τον Πασά. Δύναμη Λαλαίων αναχώρησε για το σκοπό αυτό και φθάνοντας στη θέση όπου έγινε η μάχη βρήκαν μεταξύ των άλλων και τα πτώματα των αδελφών Σεϊντάγα και Αζήζ ακέφαλα, τα οποία έθαψαν στη θέση Επαρχείο του Πύργου δίπλα στο διοικητήριο. Μετά έφυγαν από εκεί, συνάντησαν τις δυνάμεις του Πασά στη πεδιάδα της Γαστούνης και στη μάχη που έγινε, επειδή αυτή απέβαινε υπέρ των Λαλαίων και επειδή άρχισε να νυχτώνει, ο Πασάς φοβήθηκε για τη ζωή του και ετράπη σε φυγή εγκαταλείποντας τα κεφάλια των αγάδων, τα οποία παρέλαβαν οι Λαλαίοι και τα μετέφεραν στο Λάλα. Μεταξύ εκείνων που μετείχαν σε αυτή την αποστολή ήταν και ο καπετάν Δημήτρης Καραμέρος. Τα ανάκτορα όλη την ημέρα ήσαν γεμάτα από Τούρκους και χριστιανούς οι οποίοι έσπευδαν να συλλυπηθούν και να παρηγορήσουν τη δύστυχη μητέρα. Κάποια στιγμή η χανούμ προφασίστηκε ότι θα ανέβαινε στο δωμάτιό της , βγήκε από την αίθουσα, ανέβηκε στη ταράτσα και έπεσε στο λιθόστρωτο έδαφος με αποτέλεσμα να βρει τραγικό θάνατο. Η απώλειά της λύπησε χριστιανούς και τούρκους οι οποίοι τη λάτρευαν γιατί ήταν ονομαστή για τα φιλάνθρωπα αισθήματά της και πολλές φορές είχε μεσολαβήσει υπέρ των χριστιανών. Η κηδεία της χανούμ και των κεφαλιών των παιδιών της, κατά διαταγή του Αλή Αγά, ήταν πάνδημη και μεγαλοπρεπής. Η θέση δε όπου ετάφησαν ονομάζεται ″Ταμπούρια″ ή ″Κεφάλια″.
Η ιστορία αυτή, περίληψη της οποίας δημοσιεύουμε, υπάρχει στο βιβλίο του Γεωργίου Χρυσανθακοπούλου ″Η Ηλεία επί τουρκοκρατίας″ που κυκλοφόρησε το 1950. Ο Χρυσανθακόπουλος καταγόταν από το χωριό Δούκα της Ηλείας το οποίο βρίσκεται δύο χιλιόμετρα δυτικά του Λάλα. Ο παππούς του Χρυσανθάκης Παπαγεωργίου ήταν πολεμιστής κατά την επανάσταση του 1821. Από το Χρυσανθάκης δε προέκυψε αργότερα και το Χρυσανθακόπουλος που είναι το επώνυμο του συγγραφέα του βιβλίου.